- μολυβδίδα
- μολυβδίςleaden weightfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μολυβδίδα — η (Α μολυβδίς και μολιβδίς, ίδος) [μόλυβδος] το μολύβδινο τεμάχιο που προσαρμόζεται στην άκρη τής ορμιάς ή στα δίχτια για να επιτυγχάνεται η καταβύθιση, η μολύβδαινα νεοελλ. 1. το μολυβδοκόνδυλο, το μολύβι γραφής 2. το λεπτό κυλινδρικό τεμάχιο… … Dictionary of Greek
μολυβίς — μολυβίς, ίδος, ἡ (Α) [μόλυβος] μολυβδίδα … Dictionary of Greek
μολυβδίς — μολυβδίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. μολυβδίδα … Dictionary of Greek